Θέμος Κορνάρος

Το πρώτο του έργο «Ερωτας και αναιστησία» (1929) η ιστορία ενός λούστρου. Το «Αγιον Ορος, Οι άγιοι χωρίς μάσκα» (1933) με  βιώματα και παρατηρήσεις του, όταν δούλευε ως σκαφτιάς στον Αθω, την ίδια χρονιά εξέδωσε την «Σπιναλόγκα» όπου δίνει ζωντανά τη μακάβρια εικόνα της διαβίωσης των λεπρών που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη. Το 1935 κυκλοφορεί «Ο Αλήτης», η ζωή των απόκληρων της κοινωνίας, το 1941 το «Καλοί και κακοί» και το 1943 «Ο Δαίμονας» και «Δε θα πεθάνουμε». Αφηγήματα που παρουσίαζαν επεισόδια της ναζιστικής Αθήνας.  

Με την απελευθέρωση έδωσε ένα από τα καλύτερα πεζογραφήματά του, το «Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου» (1945) όπου εξιστορεί τις φρικαλεότητες των ναζί στο στρατόπεδο. Κρατούμενος και ο ίδιος στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου γνώρισε τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη.

«Ο εσταυρωμένος λαός μου», με θέμα το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη και «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία» που στιγματίζει το δωσιλογισμό κα τη διαφθορά των εκπροσώπων της εκκλησίας και της άρχουσας τάξης. «Με τα παιδιά της θύελλας» (1956), γράφτηκε στην εξορία και περιγράφει το δράμα των λαϊκών αγωνιστών στα χιτλερικού τύπου στρατόπεδα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το 1957 το «Στάχτες και φοίνικες», ένα ρεπορτάζ από το κολαστήριο της Μακρονήσου. Το 1958 «Η αιχμαλωσία της νύχτας», «Θεσσαλονίκη 9-11 Μάη 1936» και δύο τόμους με ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη λαϊκο-δημοκρατική Κίνα, την ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, Ελβετία και Ρώμη. Ακολουθούν τα «Γη της Ανάστασης» (1959), «Οδός Προμηθέως» (1960) και «Το ξεκίνημα μιας νέας γενιάς» (1963) – μια εικόνα της πορείας της γενιάς του, με στοιχεία μυθοποιημένου υλικού.

Επιμελήθηκε δύο τόμους Ανθολογίας Αντιστασιακού διηγήματος με τίτλο: α) «Θυσίες και δάφνες του ελληνικού λαού» και β) «Αρματωμένη Ελλάδα».

Συνεργάστηκε στα περιοδικά «Νέοι Πρωτοπόροι», «Ελεύθερα Γράμματα», «Επιθεώρηση Τέχνης» και την προδικτατορική «Αυγή».

 Ο Θέμος Κορνάρος γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Σίβα της επαρχίας Μεσσαρά της Κρήτης. Οικογένεια πάμφτωχη, δεν μπορούσε να προσφέρει σχεδόν τίποτε στα παιδιά της. Σχεδόν παιδί, δούλεψε σε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα μέχρι και την Κατοχή. Συνελήφθη για τις ιδέες του το 1947 και εξορίστηκε ως το 1952. Πέθανε το 1970, ενώ η κατάστασή του, τα τελευταία χρόνια, δεν ήταν καλή και λόγω της δικτατορίας ο θάνατός του πέρασε απαρατήρητος.